υψι

υψι
    ὕψι
    ὕψῐ
    adv.
    1) вверх, кверху
    

(ἀναθρῴσκειν Hom.)

    2) вверху, в вышине
    

Ζεὺς ἥμενος ὕ. Hom. — в вышине восседающий Зевс;

    ἀπὸ νεῶν ὕ. Hom. — с высоты кораблей;
    ὕ. ἐν νεφέεσσι Hes. — высоко в облаках

    3) высокомерно, гордо
    

ὕ. βιβάς Hom. — гордо шествующий

    4) в открытом море
    

ὕ. ἐπ΄ εὐνάων ὁρμίζειν Hom. — становиться на якорь в открытом море


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υψι" в других словарях:

  • ὕψι — on high indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

  • ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • upo, up, eup, (e)up-s- —     upo, up, eup, (e)up s     English meaning: under, from under, etc..     Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran”     Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class …   Wikipedia

  • Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом …   Википедия

  • Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] …   Dictionary of Greek

  • δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»